Thursday, May 14, 2009

EΓΩ Ο ΨΕΥΤΗΣ


#12009-05-11 23:59:48

admin
Administrator
ADMIN Administrator', DELAY, 1, SHADOW, false, FADEIN, 200, FADEOUT, 200, STICKY, 1, CLOSEBTN, false, CLICKCLOSE, true)" onmouseout="UnTip()" style="font-size: 11px; color: rgb(0, 51, 204); text-decoration: none; font-weight: normal; ">

ΕΓΏ Ο ΨΕΥΤΗΣ

Από πρώην Υπουργό Δημόσιας Τάξις της Ελλάδος τιμήθηκα ως ψεύτης

Χθες  βρέθηκα στην εκδήλωση «Τρεις γενοκτονίες, ένας θύτης» που οργάνωσε η Νεολαία ΠΟΕ, που συμμετείχε και ο Τούρκος ιστορικός  Τανέρ Ακτσάμ. 
Βρέθηκα εκεί, διότι κάποιοι από την Νεολαία ΠΟΕ με ενημέρωσαν  μέσω του Facebook και κάποιοι με κάλεσαν με τηλεφωνικό μήνυμα που μου έστειλαν. Παρόλο που τα τελευταία 5-6 χρόνια αρνούμαι να πάω στις εκδηλώσεις των ποντίων εδώ στην Ελλάδα, που συνήθως , όπως έχω καταλάβει, οργανώνονται μόνο και μόνο για να διαφημίζονται κάποιοι πολιτικοί. Αρνούμαι να πάω, διότι πιστεύω ότι σε αυτές τις εκδηλώσεις πουλάνε τα κόκκαλα των παππούδων μας που είναι σκορπισμένα σε κάθε τετραγωνικό γης του Πόντου. Κάνουν τις γνωριμίες και τις επαφές τους που θα τους χρησιμεύουν για μελλοντική καριέρα. Κάνουν  το μπλά μπλά και το κουτσομπολιό τους για να έχουν και ψυχολογική ευχαρίστηση. Πήγα σε αυτήν την εκδήλωση, διότι  ήθελα να ακούσω τον Τούρκο ιστορικό. Ήταν σημαντικό για μένα να ακούσω από τρίτον για την γενοκτονία. 

Δεν με καλωσόρισε κανείς
Όταν έφτασα στο χολ, δίπλα στην είσοδο της αίθουσας της παλαιάς βουλής, όπου γινόταν και η υποδοχή των εκλεκτών (?) ατόμων, παρέμεινα εκεί όρθιος για λίγο. Παρατήρησα χαιρετισμούς, χαμόγελα προς τους εκλεκτούς προσκεκλημένους, αγκαλιές, κλπ.  Εγώ έμεινα εκεί όρθιος, σαν να ήμουν ένας τυχαίος περαστικός. «Ε , δεν με γνωρίζει κανένας από την νεολαία» σκέφθηκα. Αφού δεν είχα να μοιραστώ  κάτι με ανθρώπους που δεν με γνώριζαν, αναγκάστηκα να πάω να κάτσω κάπου ώστε να παρακολουθήσω την εκδήλωση. Στο χολ υπήρξε ένα τραπέζι στο οποίο καθόταν μία κοπέλα η οποία ήταν υπεύθυνη εκεί και μοίραζε ακουστικά. Πήγα και της ζήτησα ακουστικά και εγώ. Παρόλο που ερωτούσε την ταυτότητα του καθενός για να σημειώσει σε ποίον έδωσε ακουστικά,  εμένα μου έδωσε τα ακουστικά και χωρίς να με ρωτήσει, στη λίστα  έγραψε «Βάιος από Νέα Μάκρη». Ίσως εγώ πρώτη φορά να την έχω συναντήσει. Δεν την γνώριζα. Αλλά εκείνη φάνηκε πως με γνώριζε καλά, μέχρι  και που μένω ήξερε. Εγώ δεν έχω ανάγκη από ψευδοχαμόγελα, ούτε από υποδοχές. Άλλωστε δεν μου αρέσουν και τα χάδια, ακόμη και η πολλή επαφή με τον κόσμο, αλλά μου έκανε εντύπωση το ποιούς υποδέχονται και ποιούς όχι. «Δεν πειράζει» είπα από μέσα μου και πήγα κάθισα σε μία θέση  που βρήκα άδεια στην πίσω πλευρά της αίθουσας. Παρακολούθησα με προσοχή όλη την εκδήλωση, άκουσα όλους τους ομιλητές. Ανακοινώθηκε διάλειμμα για πέντε λεπτά. Βγήκα έξω κάπνισα ένα τσιγάρο και ξαναμπήκα μέσα. Άρχισαν να μιλούν οι πολιτικοί. Μέσα σε αυτούς ήταν και ο πρώην Υπουργός Δημόσιας Τάξης, ο Χρυσοχοΐδης. 

Τιμήθηκα ως Ψεύτης
Παρόλο που δεν ήθελα, τον άκουσα αρκετά. Μία στιγμή, άρχισε να μιλάει για τους Ελληνόφωνους Πόντιους της Τουρκίας. Εκεί αναζωπυρώθηκαν οι πικρίες πού είχα και πήρα φωτιά. Σηκώθηκα κα ζήτησα λόγο για ερώτηση, αφού δίνανε και σε κάποιους άλλους. Τον ρώτησα: «Κύριε Χρυσοχοΐδη, είμαι ένας Πόντιος από την Τραπεζούντα και σας ακούω τελευταία να μιλάτε δεξιά αριστερά για μας, για Ελληνόφωνους του Πόντου, γιατί τότε όταν ήσασταν Υπουργός Δημόσιας Τάξης, πήγατε να μας διώξετε?». Μία στιγμή είχε πάθει σοκ ο άνθρωπος. Δεν περίμενε τέτοια ερώτηση. Φάνηκε πώς μέχρι τότε δεν του το ρώτησε κανένας δημοσίως. Το πρόσωπο του είχε αλλάξει χρώμα. Απαντάει ο Χρυσοχοΐδης: «αυτά που λέτε είναι ψευδή και μην ξανά λέτε τέτοια ψέματα». Δεν πίστευα στην απάντηση που πείρα. Αφού μέσα σε αυτούς που κατάφερε να διώξει, ήταν και ο αδελφός μου. Εγώ έγινα ψεύτης και αυτός σωστός. Μα το γεγονός, το είχαν γράψει σχεδόν όλες οι εφημερίδες. Διακόσιοι εξήντα περίπου πρυτάνεις, καθηγητές, κλπ. πανεπιστημίου είχαν υπογράψει για να μην απελαθούν οι φοιτητές. Δήλωσαν ότι θα τους δώσουν πανεπιστημιακό άσυλο, κλπ. Δηλαδή ολόκληρη φασαρία είχε βγει τότε. Συνολικά για οκτώ φοιτητές είχε παρθεί απόφαση απέλασης, ενώ είχαν άδεια παραμονής. Και τα παιδιά αυτά, σπουδάζανε σε διάφορα Ελληνικά πανεπιστήμια. Τους φέρανε εδώ στην Ελλάδα, άτομα που ήταν μέσα του ΠΑΣΟΚ. Ένας από αυτά τα παιδιά, ήταν και ο Fethi Gultepe που σήμερα και αυτός, όπως και άλλα παιδιά, δεν έχουν άδεια παραμονής. Τον αδελφό μου τον έδιωξαν με έναν χυδαίο τρόπο. Έχοντας άδεια παραμονής ο άνθρωπος, όπως και ο κάθε αλλοδαπός, είχε πάει για να επισκεφτεί την πατρίδα του. Στον γυρισμό, εδώ στο αεροδρόμιο στην Αθήνα, τον σταματήσανε. «Τουρσούν ε... περίμενε εκεί στην άκρη» του είπε ο αστυνομικός. Φαίνεται πώς είχε ειδοποιηθεί για το επίθετο μου ο τύπος. Ήξερε το «Τουρσούν». Τελικά με ειδοποίησε με τηλέφωνο ο αδελφός μου και εγώ με τη σειρά μου, ειδοποίησα κάποια άτομα που γνώριζα στην τότε Ομοσπονδία ΟΠΣΝΕ. Μόλις κατάλαβα ότι δεν θα τον αφήσουν, ζήτησα από Πόντιους γνωστούς να μαζευτούμε και να διαμαρτυρηθούμε στο αεροδρόμιο, ώστε να αφήσουν τον αδελφό μου ελεύθερο για να μπει μέσα. Εμείς από την Νέα Μάκρη, όλοι όσοι είχαμε έρθει από την Τραπεζούντα μαζευτήκαμε και πήγαμε στο αεροδρόμιο. Από τους  Ελλάδιτες αυτοί που ήρθαν, ‘όλοι κι όλοι ήταν τρία άτομα. Ό ένας από αυτούς, φάνηκε πώς είχε φιλική σχέση με τον κ. Ευσταθιάδη, ο οποίος ήταν  διευθυντής του γραφείου υπουργού δημόσιας τάξης. Του λέει στο τηλέφωνο: «Τάκη, αυτοί εδώ φαίνεται πώς είναι αποφασισμένοι να δημιουργήσουν φασαρίες, αφήστε το παιδί να μπει μέσα.». Του απαντάει αρνητικά ο κ. Δημήτρης Ευσταθιάδης. Μόλις κατάλαβα ότι τα πράγματα είναι σοβαρά, καλώ στο τηλέφωνο διάφορα τηλεοπτικά κανάλια και τους ενημερώνω για το γεγονός. Σε κάμποσα λεπτά, είχαν φτάσει τέσσερα κανάλια στο αεροδρόμιο για να βιντεοσκοπήσουν τις φασαρίες. Μόλις παρατήρησε τους δημοσιογράφους ο διευθυντής του αεροδρομίου, έδωσε εντολή στους αστυνομικούς , που μέχρι τότε μας συμπεριφερόντουσαν σκληρά, να χαλαρώσουν , ώστε να μας απομακρύνουν από την είσοδο του αεροδρομίου. Μάς κάλεσε για να συμβιβαστεί μαζί μας. Πήγαμε λοιπόν στο γραφείο του. Μας είπε: «παιδιά ακούστε, εδώ είναι ένας κράτος με νόμους, κλπ. Να μην το εξευτελίζουμε. Αφού βγήκε απόφαση για την απέλαση του, ας πάει και αύριο ας πάρει την βίζα του από το Ελληνικό προξενείο και ας γυρίσει πίσω. Μία μέρα, μόνο,  θα χάσετε. Δεν χάθηκε και ο κόσμος.». Η αλήθεια είναι ότι εμείς πιεστήκαμε. Αφήσαμε τον αδελφό μου εκεί και αποχωρίσαμε. Ο αδελφός μου απελάθηκε. Την άλλη μέρα ο αδελφός μου πάει στο Ελληνικό προξενείο της Κωνσταντινούπολης για να πάρει την βίζα του όπως μας είχαν πει. Του είπαν από το προξενείο: «φιλέ, το διαβατήριο σου είναι σφραγισμένο και έχεις απαγόρευση εισόδου για πέντε χρόνια στην Ελλάδα.». έπαθε σοκ το παιδί. Με παίρνει τηλέφωνο και αρχίζει να μου τα μετράει. Έπαθα και εγώ το σοκ μου αλλά πλέον δεν είχα να κάνω κάτι. Όσο προσπάθησα με γνωριμίες που είχα, δεν κατάφερα τίποτα, ώστε να πάρει βίζα για να ξαναέρθει πίσω ο αδελφός μου.
Αυτός λοιπόν ο κύριος που μας έκανε όλα αυτά, με κατηγόρησε ως ψεύτη και έτσι άρχισα να φωνάζω στην αίθουσα. Τελικά βγαίνω έξω. Μόλις είδε ο Χρυσοχοΐδης ότι βγήκα έξω, αφού είχε χάσει και ο εγκέφαλος του τον έλεγχο πια, γυρίζει και διαψεύδει ο ίδιος τον εαυτό του μέσα σε ξένους προσκεκλημένους. Είπε λοιπόν: «κάποια ζητήματα είναι λεπτά και για λόγους κρατικών συμφερόντων δεν λέγονται εδώ». Άρα ήθελε να πει, αν δεν κάνω λάθος, για κρατικά συμφέροντα πήγε να μας διώξει. Δηλαδή τα μπέρδεψε ο καημένος. Να σας πω, «τον λυπήθηκα» αν θέλετε την αλήθεια. Γιατί ξέρω πάρα πολύ καλά ότι αυτός ήταν απλά ένα όργανο που εκτελούσε την εντολή της κυβέρνησης του. Ο Γιώργος Παπανδρέου, ο οποίος τότε ήταν υπουργός εξωτερικών τα είχε κανονίσει, συνεννοούμενος με τον τότε Τούρκο ομόλογο του τον Ισμαίλ Τζέμ. Αλλά εδώ θέλω να ρωτήσω τώρα, «κύριε Χρυσοχοήδη, ποια ήταν αυτά τα κρατικά συμφέροντα? Στο φτωχό μου μυαλό τρία πράγματα έρχονται. Το πρώτο είναι ότι φοβηθήκατε τους Τούρκους και μας πουλήσατε. Το δεύτερο είναι ότι τα πήρατε και μας πουλήσατε. Το τρίτο και τελευταίο είναι ότι όλους εμάς, μας θεωρήσατε κατάσκοπους. Ποιο από αυτά τα ενδεχόμενα  ήταν η αιτία που δεν μπόρεσες να πεις?». 

Με κατηγόρησαν για στημένο παιχνίδι και με απείλησαν
Το σκηνικό δεν είχε τελειώσει με την έξοδό μου από την αίθουσα. Όλοι οι Πασοκτζήδες πήραν φωτιά. Εκεί έξω με πρόλαβε ένας  φίλος μου (?) και μου έβαλε τις φωνές. «Βαχίτ τι ήταν αυτό το στημένο παιχνίδι που έπαιξες?» μου είπε. Δεύτερο σοκ και εκεί λοιπόν, από έναν που για πολλά χρόνια γνωριζόμασταν. Εγώ έβγαλα τον πόνο μου και το παράπονό μου, κι αυτός με κατηγορούσε ότι το έκανα καθ υπαγόρευση και από σκοπιμότητα. Ίσως, εξ ιδίων να έκρινε τα αλλότρια…. Συνεχίζοντας την κουβέντα του φωνάζοντας, λες κι ήμουν ένα μικρό παιδί, μου λέει: «το ΠΑΣΟΚ αύριο θα είναι εξουσία. Τί θα κάνεις τότε». Δηλαδή άφησε να εννοηθεί ότι μόλις έρθουν στην εξουσία, μπορεί  να με διώξουν. Σίγουρα φαντάστηκε ότι χέστικα από τον φόβο μου. Φαίνεται πώς ακόμη κανείς δεν με γνωρίζει καλά. Εγώ αν ήμουν ένας φοβητσιάρης, δεν θα αγωνιζόμουν τόσα χρόνια απέναντι σε έναν κρατικό τέρας που λέγεται Τουρκία, ζώντας κιόλας σε απαράδεκτες συνθήκες εδώ στην Ελλάδα. Εγώ που τόσα χρόνια, δίνοντας έναν αγώνα δέχτηκα βρισιές, λασπολογίες, απειλές από άγνωστους τύπους που ξέρανε μέχρι και την διεύθυνση του σπιτιού μου και δεν φοβήθηκα, θα φοβηθώ την εξουσία του ΠΑΣΟΚ...
Μόλις είχα γλιτώσει από τις μομφές του σεβαστού φίλου μου λοιπόν,  απευθύνεται προς εμένα κάποιος άλλος που μάλλον  παλαιά ήταν και αυτός στην ΟΠΣΝΕ. «Τόσες μέρες χάσαμε και τόσες νύχτες δεν κοιμηθήκαμε για σένα και εσύ μας τα κάνεις αυτά. Σε βοηθήσαμε τόσο ώστε  να μην σε διώξει κανείς, άλλο τί θες?» μου λέει με έναν άγριο ύφος. Τον είχα συναντήσει πολλές φορές αλλά δεν έτυχε να γνωριστούμε τόσο καλά από κοντά. Με τον κύριο αυτόν, δεν θυμάμαι και αν καθίσαμε σε ένα τραπέζι και φάγαμε μαζί. Γιατί δεν κοιμήθηκε για μένα δεν το ξέρω. Πάντως με αυτά που μου μέτρησε, ήθελε να εννοηθεί από αυτούς που μας ακούγανε, ότι με βοήθησαν αρκετά και εγώ ήμουν αχάριστος. Μάλιστα αναφέρθηκε και στην βραδιά που έχει γίνει στο Κορτσόπον για την ιστοσελίδα 

Sorry. You have to be registered to access this content.

. Μία στιγμή σκέφθηκα, «αν αυτοί οι άνθρωποι μου έβρισκαν δουλειές, αν μου έδιναν λεφτά, αν είχαν μοιραστεί  κάτι μαζί μου, και τί δεν θα μού μετρούσανε άραγε?». Επί είκοσι χρόνια να μένω παράνομος στην χώρα αυτή, να μην μπορώ να βγω καλά καλά έξω από το μικρό δωματιάκι μου ώστε να πάρω αέρα, να μην μπορώ  να κυνηγήσω δουλειά, να μην μπορώ να ταξιδέψω άνετα, μέχρι και πέρσι να οδηγώ  χωρίς δίπλωμα, τόσα χρόνια να τρέμω όταν έβλεπα αστυνόμο και αυτοί να ισχυρίζονται  ότι με βοήθησαν….. ναι βοήθησαν για να σκοτωθούν τα όνειρα μου. Μπορεί να φανταστεί κανείς το τι θα πει το να  μην μπορέσει κανείς  να κάνει σχέδια για το μέλλον του και το μέλλον των παιδιών του? Μου κάνανε να ξεχάσω να ονειρευτώ. Εξαιτίας τους θα ψοφήσουμε οικογενειακά στους δρόμους.

Δεν χρωστάω  σε κανέναν και δεν διαπραγματεύομαι την αξιοπρέπειά μου
Εδώ θέλω να ξεκαθαρίσω κάποια πράγματα, απευθυνόμενος σε όλους που με γνωρίζουν από κοντά ή  εξ αποστάσεως: στη ζωή μου δεν έγινα γλύφτης κανενός, δεν με τάισε κανείς, δεν μοιράστηκα κονδύλια με κανέναν και γι’ αυτό δεν φοβάμαι κανέναν. Είμαι ένας άνθρωπος που μέχρι σήμερα, εργαζόμενος σκληρά, δουλεύοντας κάτω από 45 – 55 βαθμούς ζέστη επάνω στις σκεπές, έβγαλα το ψωμάκι μου και με τον ιδρώτα μου πλήρωσα τον αγώνα μου. Πολλοί άγνωστοι, στέλνοντας μήνυμα στην ηλεκτρονική μου διεύθυνση, μου ζήτησαν να  με βοηθήσουν. Δεν δέχτηκα κανενός προσφορά. Μερικά από αυτά τα μηνύματα που έλαβα, μπορεί και να στάλθηκαν για να με δοκιμάσουν κάποιοι, ώστε να δουν αν δέχομαι λεφτά από πουθενά ή όχι. Το υποψιάζομαι αυτό, διότι μερικοί από αυτούς μου λέγανε ότι είναι επαγγελματίες σε θέματα διαδικτύων ιστοσελίδων, κλπ. Τους ζητούσα βοήθεια για να σταματήσω την επίθεση που δέχομαι εδώ και χρόνια από Τούρκους Χάκερς και αυτοί εξαφανιζόντουσαν. Εδώ και χρόνια ζω στην Νέα Μάκρη. Ούτε σεράγια έχω ούτε βίλλες. Και την άδεια παραμονής που μου έδωσε αυτή η χώρα τα τελευταία δύο χρόνια, την πλήρωσα ακριβά. Εδώ και δύο χρόνια, βιώνω την  οικονομική κρίση βαθιά. Παρ’ όλες αυτές τις δυσκολίες, αγωνίστηκα και θα συνεχίζω να αγωνίζομαι για την μητρική μου γλώσσα. 

Όσο για τους φίλους και τους εκλεκτούς που μου συμπεριφέρθηκαν με αυτό τον απαξιωτικό τρόπο, τσαλαπατώντας την υπερηφάνεια μου, και απειλώντας με, με την κυνική γλώσσα της  μελλοντικής κυβερνητικής  ισχύος, από εδώ και στο εξής θα αναφέρω  αυτό το συμβάν,  όπου κι αν βρεθώ, όπου θα συναντώ ανθρώπους, μέχρι να έρθει ο κύριος  που με κατηγόρησε ως «Ψεύτη» να μου ζητήσει συγγνώμη.

Για να συνειδητοποιήσουν, ότι και ο μετανάστης έχει αξιοπρέπεια. Και νιώθει να ξευτελίζεται, όταν τον απειλούν με απέλαση επειδή έχει τα θάρρος να αποκαλύπτει την πρόστυχη και υποκριτική συμπεριφορά κάποιων ποντιοκάπηλων πολιτευτών, απέναντι στους τελευταίους Πόντιους μετανάστες πρώτης γενναίας.

Η αλληλεγγύη απέναντι στους Ελληνόφωνους της Τουρκίας οφείλει να είναι στάση ζωής και βίωμα. Δεν μπορεί οι θύτης τέως υπουργός δημόσιας τάξης να εμφανίζεται στα λόγια  αλληλέγγυος με τα θύματά του και οι φίλοι του να με απειλούν επειδή τολμάω να πω την αλήθεια..
Αυτή είναι η αυτοκριτική πού κάνανε για την αλαζονεία της εξουσίας τους; Μ αυτή την νοοτροπία, με ψέματα  και με απειλές ζητούν να ξανακυβερνήσουν;

Αν δεν σας αρέσει, εδώ είμαι... είτε Νεοδημοκράτες είστε στην εξουσία, είτε Πασοκτζήδες  ,  σε περίπτωση πού καταφέρετε να με διώξετε από την χώρα,  ίσως  κάνετε και κάτι καλό , άθελά σας: Ίσως έτσι να σας γνωρίσουν καλύτερα οι πατριώτες μου, που θα το μάθουν στον Πόντο,  και  στο μέλλον να μην σας εμπιστεύονται και να είναι πιο προσεκτική απέναντι σας.

 

#22009-05-12 12:47:17

Αγγελική
New member
Αγγελική ', DELAY, 1, SHADOW, false, FADEIN, 200, FADEOUT, 200, STICKY, 1, CLOSEBTN, false, CLICKCLOSE, true)" onmouseout="UnTip()" style="font-size: 11px; color: rgb(0, 51, 204); text-decoration: none; font-weight: normal; ">

RE: ΕΓΏ Ο ΨΕΥΤΗΣ

Καλησπέρα εχω συγκλονιστεί με αυτό που μόλις διάβασα 2 φορές γιατί πραγματικά δεν πίστευα αυτα που διάβαζα!!!!! Απαράδεκτοι,συμφεροντολόγοι,ΨΕΥΤΕΣ που επειδη εχουν μια θέση έχουν την εντύπωση πως όλοι πρέπει να τους ακούν να τους γλύφουν να τους πιστέυουν κ να μην μιλάνε να μας αλλάζουν την ζωή να μας κανουν να χάνουμε τα ονειρά μας όπως είπες και να μην μιλάμε να μην αντιδρούμε!Ε οχι φτάνει πια ΕΛΕΟΣ αλλα τι να πείς σε κάποιον που τόλμα να αντιδράσει που δεν κάθεται να ακούει τις ηλιθιότητες τους Μπράβο σου εισαι η φωνή ολων μας!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!

 

#32009-05-12 20:57:51

pavlidoum
New member
PAVLIDOUM ', DELAY, 1, SHADOW, false, FADEIN, 200, FADEOUT, 200, STICKY, 1, CLOSEBTN, false, CLICKCLOSE, true)" onmouseout="UnTip()" style="font-size: 11px; color: rgb(0, 51, 204); text-decoration: none; font-weight: normal; ">

RE: ΕΓΏ Ο ΨΕΥΤΗΣ

Δυστυχώς οι Έλληνες πολιτικοί δεν έχουν εξελιχθεί καθόλου και δεν έχουν πατήσει ακόμα στον 21ο αιώνα. Δρουν ακόμα με τον τρόπο που αντιμετώπιζαν τον κόσμο το 1940, το 1950 και το 1960... δηλαδη...με τα ψέμματα, το ρουσφέτι και το γλείψιμο.  

Γι αυτό και δεν καταλαβαίνουν τον τρόπο σκέψης σου... επειδή ποτέ δεν σκέφτηκαν αυτοί έτσι.  Δεν έχουν ιδέα τι θα πεί να προτιμάς να υποφέρεις παρά να ποδοπατήσεις τις ίδιες σου τις αρχές. Μόνο όσοι το έχουν κάνει το καταλαβαίνουν και ξέρουν....

Η Ποντιακή περηφάνεια...τους είναι άγνωστη !!!

Δέν ήξερα την ιστορία με τον αδελφό σου... έχω αηδιάσει.

 

#4YESTERDAY 13:36:54

Vahit Tursun
Member
VAHIT TURSUN ', DELAY, 1, SHADOW, false, FADEIN, 200, FADEOUT, 200, STICKY, 1, CLOSEBTN, false, CLICKCLOSE, true)" onmouseout="UnTip()" style="font-size: 11px; color: rgb(0, 51, 204); text-decoration: none; font-weight: normal; ">

RE: ΕΓΏ Ο ΨΕΥΤΗΣ

Ευχαριστώ παιδιά για την συμπαράσταση σας. Ακόμη δεν έχω γράψει τίποτα. Πολλής κόσμος είναι σε σοκ. Ούτε αντέδρασε από αυτούς κανείς. Ετοιμάζω και άλλο υλικό. Προσπαθώ να γράψω συνοπτικά την ιστορία μου. Μέσα σε αυτό, να μάθετε τα παιχνίδια που μας παίξανε (ΜΙΤ - ΕΥΠ), να γνωρίζετε πραγματικά τους πόντιους βουλευτές, να πάθετε σοκ με υπουργούς, να τρελαίνεστε με προέδρους κομμάτων, να μάθετε γι’ αυτούς που δήθεν πολεμούν για το ποντιακό, υποκρισίες, βρομιές και πολλά άλλα... ακόμη πολλοί περιμένουν στη σειρά. Ο πόλεμος ακόμη δεν ξεκίνησε...

 

#5YESTERDAY 14:30:57

Vahit Tursun
Member
VAHIT TURSUN ', DELAY, 1, SHADOW, false, FADEIN, 200, FADEOUT, 200, STICKY, 1, CLOSEBTN, false, CLICKCLOSE, true)" onmouseout="UnTip()" style="font-size: 11px; color: rgb(0, 51, 204); text-decoration: none; font-weight: normal; ">

RE: ΕΓΏ Ο ΨΕΥΤΗΣ

Κύριες και κύριοι, λέγομαι Vahit Tursun. Γεννήθηκα 1966 στο χωριό Ότσενα, κοντά στην κωμόπολη Κατωχόρι (Caykara), στην περιοχή της Τραπεζούντας. Με την λέξη ‘πουλόπομ’ άνοιξα τα μάτια μου στον κόσμο.  Μέχρι επτά χρονών μιλούσα κάποια γλώσσα πού δεν ήξερα τι είναι. Ξεκίνησα να  μάθω τα Τουρκικά στο δημοτικό σχολείο. Τότε κατάλαβα πως μιλούσαμε μία άλλη γλώσσα. Τότε ξεκίνησα να αναρωτιέμαι για την μητρική μου γλώσσα. Ρωμαίικα την λέγανε.

Στα 21 μου χρόνια, πρώτη φορά συνάντησα κάποιον έλληνα από την Πόλη και από τον οποίον έμαθα, πώς την γλώσσα μου την λένε Ποντιακά και ομιλείται από πολλούς στην Ελλάδα.

Στα 22 μου χρόνια συνάντησα κάποιους Έλληνες τουρίστες. Τους πέτυχα την ώρα που έμπαιναν στο λεωφορείο για αναχώρηση. Μπήκα μέσα και φώναξα δυνατά, αν γνωρίζει κανείς ποντιακά. Μια ηλικιωμένη γυναίκα με ρώτησε από πού είμαι. Όταν της απάντησα ‘από την Τραπεζούντα’, σηκώθηκε από την θέση της και ήρθε με αγκάλιασε τόσο σφιχτά και τόσο ζεστά, σα να ήμουν παιδί της, που είχε χρόνια να δει. Συγκλονίστηκα. Σκέφτηκα πώς πρέπει να είναι όμορφα, φιλόξενα εκεί στην Ελλάδα. 

Γι ‘αυτήν την συγκινητική συνάντηση έγραψα το παρακάτω άρθρο το οποίο δημοσιεύτηκε στην Τουρκία.


ΓΙΑΓΙΑ ΧΩΡΙΣ ΟΝΟΜΑ

Του Vahit Tursun

Ήταν ένα απόγευμα της δεκαετίας του ογδόντα. Καθόμουν στο μπαρ του ξενοδοχείου που εργαζόμουν ως υπάλληλος στην Reception, στην κωμόπολη Αλάνια (Alanya) της Αττάλιας (Antalya).  Εκείνη τη μέρα δεν είχα βάρδια. Παρόλο που υπήρξε κίνηση στο ξενοδοχείο, κατέπεσα σε μία αδράνεια. Το να πάρω παραγγελίες, να δέχομαι πελάτες, να καταγράφω ταυτότητες, να συμπληρώνω φόρμες, να απαντάω στα τηλέφωνα κλπ. όλα αυτά με αγανάκτησαν. Παρήγγειλα ένα ποτό και σύρθηκα σε μια γωνιά. Μια ανυπότακτη νοσταλγία, είχε περικυκλώσει τον εγκέφαλο μου. Είχα επιθυμήσει το χωριό μου. Η ψυχή μου που επαναστάτησε εκείνη τη στιγμή, μου έκανε να κουνήσω τα χείλη μου. Έτσι φώναξα δυνατά, τόσο που αντήχησαν τα ψηλά  βουνά της πατρίδας μου στον Πόντο, μέσα στης ανάσας τη σιωπή. Φωνάζοντας στους συμπατριώτες μου, πού μαζί τους είχα αναπνεύσει τον ίδιο αέρα: «Όχι… όχι… Εγώ είμαι το ελεύθερο παιδί των βουνών, πάρτε με παρακαλώ και φέρτε με, παρατήστε με στα βουνά μου.  Θέλω να τρέχω στους δρόμους, να περπατάω στους κάμπους, να κατρακυλώ στα πράσινα χορτάρια τους. Θέλω να πιλαλάω σαν την αντιλόπη στα βουνά μου. Θέλω να κραυγάζω πολύ δυνατά και να διαλύσω τον περίγυρο μου. Όχι στην μοντέρνα ζωή, θέλω να ζήσω ανάμεσα στα ζώα και να πολεμάω με την άγρια φύση.» τους είπα. Τούς παρακάλεσα: «Όχι… δεν θέλω να κάνω παρέα με μοντερνο-ντυμένες, ούτε να κάνω έρωτα με κοπέλες που φορούν ακριβά αρώματα. Θέλω να αλληλοκοιταχτώ με κοπέλες που φοράνε το αυθεντικό άρωμα των κορμιών τους. Κάτω από τον βομβαρδισμό των χτυπημάτων της καρδιάς μου, θέλω να πω: «αγαπώ σε» στην κοπέλα που αγαπώ.» τους έλεγα.
Τελικά, η πλημύρα που δημιούργησε η τεράστια ψυχολογική φουρτούνα, δεν ξεχείλισε από τα πεισματάρικα μάτια μου, αλλά μετατράπηκε σε ιδρώτα και βγήκε από τους πόρους του κορμιού μου. Μόλις είχαν ξεκινήσει τα τσιγκούνικα μάτια να ρίξουν από μία σταγονίτσα δάκρυ, μία φωνή που άκουσα, έγινε η τελευταία έκρηξη τον κεραυνών της φουρτούνας που πέρασα. Μόλις είχα ξεκινήσει να ταξιδεύω προς τα παρχάρια (εξοχικά βουνά), της Μαύρης Θάλασσας, κάτω από τη μελωδία του γαβαλιού (φλογέρα) και της λύρας που ανακατευόταν με τα τραγούδια τον κοριτσιών, με ξύπνησε  ένας συνάδελφος από το γλυκό όνειρο που μόλις είχε αρχίσει. Είχα ένα τηλεφώνημα από έναν φίλο μου, που δούλευε σε κάποιο άλλο ξενοδοχείο. Πέρασε καιρός που είχαμε γνωριστεί. Τότε, όταν πρωτογνωρισθήκαμε, μου είχε πει ότι κατά καιρούς φιλοξενούν Έλληνες στο ξενοδοχείο τους. Τον παρακάλεσα να με ειδοποιήσει όταν θα ξαναρθούν Έλληνες. Διότι, του είπα, ξέρω Ποντιακά και θέλω να τα συγκρίνω με τα Νέα Ελληνικά. Γι’ αυτόν τον λόγο  με τηλεφωνούσε τώρα : «Έλα γρήγορα. Υπάρχει  μία ομάδα Ελλήνων εδώ, οι οποίοι ετοιμάζονται να αναχωρήσουν από το ξενοδοχείο. Είχα άδεια και δεν ήμουν εδώ. Γι’ αυτό και δε σε πήρα πιο πριν» μου είπε και χαιρετώντας έκλεισε το τηλέφωνο. 
Δεν είχε μείνει ίχνος από την προηγούμενη φουρτούνα που είχα ζήσει. Αυτή τη φορά, όλα τα κύτταρα του κορμιού μου, άρχισαν να λαχταρούν και να κινούνται έτσι όπως κινούνται τα ζώα μετά από κάθε φουρτούνα. 


Βρήκα μια πατριώτισσα στην Ελληνική ομάδα

Τελικά παίρνω ένα ταξί και πάω στο ξενοδοχείο που βρισκότανε οι Έλληνες επισκέπτες. Κατευθύνθηκα στην Reception. Πριν να κοντέψω καλά-καλά, ο φίλος μού έκανε σήμα και μού έδειξε το πούλμαν που βρισκότανε έξω. Τρέχοντας προς το πούλμαν που περίμενε έξω, με έπιασε ένα απερίγραπτο άγχος. Ήμουν έτοιμος να λιποθυμήσω. Δεν ήξερα πώς και με ποιόν να έρθω σε επαφή, τι να πω και τι συμπεριφορά θα δεχτώ. Ούτε χρόνος υπήρξε όμως για να σκεφθώ. Το μισό το πούλμαν ήταν γεμάτο. Μερικοί επισκέπτες κυκλοφορούσαν γύρω από το πούλμαν. Μάλλον περιμένανε να έρθουν  καί οι υπόλοιποι. Εγώ προτίμησα να μπω στο πούλμαν. Μόλις μπήκα μέσα, άρχισα να κοιτάω στα μάτια τους ανθρώπους. Λες κι έψαχνα κάποιον συγκεκριμένο. Άρχισαν και αυτοί να με κοιτάνε διότι δεν ήμουν από την ομάδα, ούτε με συνάντησαν στο ξενοδοχείο. Μία στιγμή ντράπηκα τόσο πολύ, πού σκέφτηκα να βγω έξω. Δεν ξέρω πώς ξεχείλισε η μικρή Ποντιακή φράση από τα χείλη μου, αλλά, λέγοντας «εγρεικά κανείς Ρωμαίικα;», τους ρώτησα αν ξέρει κανείς Ποντιακά. Μόλις διατύπωσα αυτήν την ερώτηση, όλα τα μάτια που βρισκόντουσαν μέσα στο πούλμαν, στράφηκαν προς τα μένα. Ίσως οι περισσότεροι να μην είχαν καταλάβει καν τι τους ρωτούσα. Όμως  μια ηλικιωμένη γιαγιά, σηκώθηκε από τη θέση της και με κοίταζε περίεργα λες κι ήθελε να με ρωτήσει κάτι. Μάλλον και αυτή δεν ήξερε από πού να ξεκινήσει.  Της έλυσα τη γλώσσα , λέγοντας της την ίδια φράση που χρησιμοποίησα πιο πριν. Δηλαδή την ρώτησα αν ξέρει Ποντιακά. Μου απάντησε με την ερώτηση στα Ποντιακά λέγοντας: «απόθεν είσε;». Δηλαδή με ρώτησε από πού είμαι. Της είπα: «Είμαι ασην Τραπεζούντα (Από τη Τραπεζούντα είμαι)». Μόλις άκουσε τη λέξη Τραπεζούντα, σηκώθηκε από τη θέση της και διασχίζοντας το στενό  διάδρομο του πούλμαν, έρχονταν κοντά μου. Δεν είχα καταλάβει το τι έγινε. Μόλις έφτασε, με αγκάλιασε με φίλησε και αμέσως  έβαλε τα κλάματα.  Από τη μία με αγκάλιαζε και από την άλλη κλαίγοντας άρχισε να μιλά στα Ποντιακά. Μου είπε «Να είνομε γουρπάντ σα ποδάρες. (να θυσιαστώ στα πόδια σου)». Αυτή η φράση χρησιμοποιούνταν από μας αλλά μόνο από μικρούς που ζητούσανε ελεημοσύνη από μεγάλους σε περίπτωση που ήταν ένοχοι για κάτι. Ποτέ ένας ηλικιωμένος ή ηλικιωμένη δεν θα το χρησιμοποιούσε σε μικρότερο. Είχα πάθει σοκ. Δεν ήξερα τι να πω. Από την ντροπή μου ίδρωσα και έγινα μούσκεμα. Συνεχίζοντας η γιαγιά, με ρώτησε: «απόθεν εξέβες και έρθες, αδακές ντ’ αραέυεις, εσείς ακόμε σην Τραπεζούτα γιασαέβειτε; (από πού βγήκες και ήρθες, τι ψάχνεις εδώ, εσείς  ακόμη στην Τραπεζούντα ζείτε;)». Ούτε σε αυτές τις ερωτήσεις της απάντησα. Αλώστε με είχε αγκαλιάσει τόσο σφιχτά, που αισθανόμουν τα δάκτυλα της στο κορμί μου. Μ’ αγκάλιαζε και δε μ’άφηνε να την κοιτάξω καλύτερα και να της πω και εγώ κάτι. Συχνά με κοιτούσε για λίγο στα μάτια, ξανά με αγκάλιαζε και ψιθυρίζοντας κάτι έκλαιγε. Λες κι ήμασταν γιός και μητέρα που βρεθήκαμε πρώτη φορά μετά από αρκετά χρόνια. Δεν μπορούσε να με χορτάσει. Οι υπόλοιποι Έλληνες που βρισκόντουσαν στο πούλμαν, μας κοιτούσαν έκπληκτοι. Νομίζω πως δεν μπόρεσαν να ερμηνεύσουν την κατάσταση. Δεν θυμάμαι πόση ώρα πέρασε έτσι. Όμως ήρθαν και αυτοί που έλειπαν και το πούλμαν ήταν έτοιμο να αναχωρήσει. Κάποιοι από τους επιβάτες, ειδοποίησαν την γιαγιά για να περάσει στη θέση της. Η καημένη η γιαγιά, κλαίγοντας με λυγμούς, με άφησε και στράφηκε προς τη θέση της. Είχε εξαντληθεί τόσο πολύ που πηγαίνοντας, κρατούσε δεξιά κι’ αριστερά. Μάλλον και από τα δάκρια που κατέβαζε, δεν έβλεπε καλά που βάδιζε.  Από πίσω, μόνο μερικά δευτερόλεπτα μπόρεσα να την κοιτάξω. Έπρεπε να βγω από το πούλμαν. Βγαίνοντας έξω, έτρεξα προς το μέρος του πούλμαν εκεί που ήταν η θέση της γιαγιάς. Με είχε δει  και εκείνη και με χαιρετούσε. Λες κι αυτή έφευγε στην ξενιτιά και εγώ έμενα στην πατρίδα. Το πούλμαν αποχώρισε και απομακρύνθηκε. Κοιτάζοντας προς το πούλμαν, με έπιασε μελαγχολία. Σαν να ήρθε η γιαγιά μου από το χωριό, με είδε και προσθέτοντας στην νοσταλγία μου έφευγε. Ούτε εγώ μπόρεσα να μάθω το όνομα της γιαγιάς, μα ούτε εκείνη ρώτησε το δικό μου. Από τότε στη μνήμη μου, αυτή η γιαγιά έμεινε ως «γιαγιά χωρίς όνομα».  


Σήμερα βρίσκεται κανείς Τραπεζούντιος πού μοιάζει τον παππού του;

Ύστερα από κάμποσα χρόνια βρέθηκα σε κάποιο χωριό της Ελλάδας και φιλοξενήθηκα από μία γιαγιά πού ονομάζονταν Σουμέλα. Αυτή μού διηγήθηκε κάποιες ιστορίες πού έζησαν οι δικοί της στον ξεριζωμό. Μού είπε για τα παιδιά πού χάθηκαν στον δρόμο. Όπως και σε μας πριν από είκοσι χρόνια , έτσι και στην εποχή των δικών της, οι κοπέλες παντρευόντουσαν σε παιδική ηλικία, ώστε πολλές μανάδες πού έχασαν τα παιδιά τους ήταν και οι ίδιες παιδιά. Γι αυτό και μερικές δεν άντεξαν και έχασαν τα λογικά τους μετά τον θάνατο των παιδιών τους. Η γιαγιά Σουμέλα ακόμα δεν είχε καλά-καλά ξεφορτώσει τους πόνους της επάνω μου, κι’ εγώ ταξίδευα στο παρελθόν. Θυμήθηκα την «γιαγιά χωρίς όνομα» πού είχα συναντήσει στην Αλάνια (Alanya) της Αττάλιας  (Antalya). Τώρα καταλάβαινα καλύτερα γιατί η «γιαγιά χωρίς όνομα» με αγκάλιαζε τόσο σφιχτά… Ίσως στο πρόσωπό μου να έβλεπε κάποιο χαμένο παιδί της… Ποιος ξέρει…
Στην εποχή της ανταλλαγής, αυτοί πού ξεριζώθηκαν και βρέθηκαν στην Ελλάδα, για πολλά χρόνια ήλπιζαν ότι μια μέρα θα επέστρεφαν στα σπίτια τους στην πατρίδα, πού τα έχτισαν με νύχια και με δόντια. Ήλπιζαν να ξαναβρεθούν στα πανέμορφα παρχάρια (εξοχικά βουνά) τους, και όπως πριν να ξαναχορέψουν όλοι μαζί.
Προσδοκώντας να επιστρέψουν, πολλοί από αυτούς δεν δημιούργησαν περιουσία. Οι μουσουλμάνοι συμπατριώτες τους, πού έμειναν στον Πόντο, τους περίμεναν επί έξι χρόνια διαφυλάσσοντας τις περιουσίες τους, ελπίζοντας ότι μια μέρα θα ξαναγυρίσουν οι ιδιοκτήτες τους. Γι αυτό και  δεν επέτρεψαν σε κανένα μουσουλμάνο πρόσφυγα από τα βαλκάνια να μπει σ΄ αυτά τα χωριά. Τόσο πιστοί στάθηκαν απέναντι στους συμπατριώτες τους. Άραγε βρίσκεται σήμερα κανείς Τραπεζούντιος πού μοιάζει στον παππού του; 


(το άρθρο αυτό, έχει δημοσιευτεί το 23/12/2007 στην κεντροαριστερή εφημερίδα Radikal στην Τουρκία.)

Ήρθα στην Ελλάδα
Θα συνεχίζω σύντομα...

 

#6YESTERDAY 20:08:47

Vahit Tursun
Member
VAHIT TURSUN ', DELAY, 1, SHADOW, false, FADEIN, 200, FADEOUT, 200, STICKY, 1, CLOSEBTN, false, CLICKCLOSE, true)" onmouseout="UnTip()" style="font-size: 11px; color: rgb(0, 51, 204); text-decoration: none; font-weight: normal; ">

RE: ΕΓΏ Ο ΨΕΥΤΗΣ

Ήρθα στην Ελλάδα
Τελικά, στα 23 μου χρόνια, δηλαδή, σχεδόν σε παιδική μου ηλικία, αποφασίζω να ταξιδέψω στην φιλόξενη χώρα που ονειρευόμουν για μία καλύτερη ζωή. Έτσι μπαίνω στην Ελλάδα στις 25.11.1989. Ήταν η πρώτη φορά που έπρεπε να χρησιμοποιώ μία γλώσσα που την μιλούσαμε κρυφά ανάμεσα στον λαό της Τουρκιάς, μία γλώσσα που όταν μας ρωτούσαν γι’ αυτήν, λέγαμε ότι είναι Λαζική, για να γλιτώσουμε από διάφορες προσβλητικές ερωτήσεις και για να ξεφύγουμε από τυχόν ταπεινώσεις. Ήταν η πρώτη φορά που ελεύθερα πια, θα χρησιμοποιούσα τη γλώσσα του χωριού μου, τη γλώσσα της μανούλας μου, τα Ρωμαίικα μου, σε μία ξένη χώρα για να συνεννοηθώ. Το τί χαρά είχα τότε και τί αισθήματα κουβαλούσα δεν εξηγείται. 

Ένα μήνα περίπου έψαχνα δουλειά και αφού είχε τελειώσει και η βίζα μου, δεν μπόρεσα να κουνηθώ πουθενά. Ύστερα βρήκα μία δουλειά σε μία οικοδομική εταιρία στην οποία δούλευα ως εργάτης, ενώ ήμουν μάστορας. Επειδή ήμουν μικρός, δεν με πίστευαν ότι καταφέρνω καλά κάποια δουλειά. Έτσι πέρασαν τρεις μήνες περίπου και μόλις στάθηκα όρθιος οικονομικά, άρχισα να ψάχνω του πόντιους. Ήθελα πολύ να τους βρω και να τους μιλήσω. Ήξερα ότι θα μάθαινα αρκετά από την ιστορία τους που είχε και άμεσα σχέση με την ιστορία των προγόνων μου. Αλλά πριν ξεκινήσω να μαθαίνω κάτι από την ιστορία, έπρεπε να τους πω για το πρόβλημα μου με την άδεια παραμονής. Διότι από καιρό είχε τελειώσει η βίζα που είχα και πλέον έμενα λαθραία στην Ελλάδα. 

Ρωτώντας μερικούς ανθρώπους  πού μπορώ να βρω πόντιους ή ποντιακούς συλλόγους, με κατευθύνανε στην Καλλιθέα. «εκεί θα βρεις αρκετούς πόντιους» μου είπανε. Το πόσο αγωνία είχα δεν λέγεται. Θα έβρισκα Έλληνες πολίτες, με τους οποίους ήμουν πατριώτης. Με τους οποίους είχα ιστορική σχέση. Θα μου λέγανε για την ιστορία και εγώ θα μάθαινα για τους προγονούς μου. Θα άκουα πράγματα που δεν είχα ακούσει από την ημέρα που είχα γεννηθεί.
Τελικά πείρα το τρένο από την Ομόνοια και κατέβηκα στην Καλλιθέα. Ρωτώντας πάλι τους ανθρώπους, με κατεύθυναν στο σύλλογο «Αργοναύτες Κομνηνοί». Δεν θυμάμαι καλά αλλά νομίζω ένα απόγευμα ήταν. Όταν έφτασα στην είσοδο του συλλόγου, κόντεψα να πάθω καρδιακό από την αγωνία μου. Σκεπτόμουν ποίους θα συναντήσω και τι θα τους πω. Τι κουβέντα θα πιάσουν μαζί μου και τι να τους πω. Τελικά μένω μέσα. Στο τραπέζι καθόταν μία κυρία. Μόλις με είδε, «ορίστε, τι θέλετε;» μου είπε. Ξεκίνησα να της λέω από που είμαι και πως θέλω να γνωρίσω τους πόντιους. Της είπα και το πρόβλημα μου με την άδεια παραμονής. Η κυρία αυτή, φάνηκε ψυχρή απέναντι μου. Δεν με ρώτησε και πολλά πράγματα. Μου είπε ότι δεν μπορεί κανείς από το σύλλογο να βοηθήσει στο πρόβλημα με την άδεια παραμονής. Μου έγραψε μία διεύθυνση πίσω από μία παλαιή πρόσκληση του συλλόγου και μου την έδωσε. Μου είπε κάτι αλλά δεν κατάλαβα και καλά. Δεν ήξερα και καλά Ελληνικά ακόμη. Εγώ νόμισα ότι με στέλνει κάπου, ώστε εκεί θα βρω κάποιον ο οποίος θα με βοηθήσει. Τελικά φεύγω από εκεί και την άλλη μέρα, δείχνοντας το γράμμα που ήταν πίσω από την πρόσκληση σε κάποιους, με κατεύθυναν σε ένα κτίριο δίπλα στο σύνταγμα. Μπαίνω μέσα και στην είσοδο υπήρξε ένα μικρό δωματιάκι με τζάμι μπροστά. Από την τρύπα με ρώτησε ο υπάλληλος  ποιον ψάχνω. Του έδωσα την πρόσκληση που μου έδωσε η κυρία από τον σύλλογο. «Εδώ είναι αυτό που ψάχνεις αλλά τι θέλεις εδώ και ποίον ψάχνεις» με ρώτησε ο κύριος που καθότανε μέσα. Κατάλαβα πως  κάτι δεν πάει καλά. Του ζήτησα την πρόσκληση πίσω και αμέσως αποχώρισα από εκεί. Άρχισα να αναρωτιέμαι για το τι έγραφε πίσω από την πρόσκληση. Κατέβηκα στο καφενείο όπου σύχναζα και βρήκα κάποιον κούρδο που ήταν χρόνια εδώ στην Ελλάδα και ήταν πολιτικός πρόσφυγας με τον οποίον λίγο πολύ είχα γνωριστεί. Τον παρακάλεσα να μου διαβάσει και να μου εξηγήσει  τι έγραφε πίσω από την πρόσκληση. Μου είπε ότι πίσω στην πρόσκληση είναι γραμμένη η διεύθυνση του Υπουργείου Εξωτερικών και τίποτα άλλο. Έπαθα σοκ. Πικράθηκα κιόλας. Αυτήν την κυρία που συνάντησα στο σύλλογο, της είχα πει ότι δεν έχω άδεια παραμονής. Αυτή με στέλνει έτσι όπως ήμουν λαθραίος στην χώρα, στο στόμα του λύκου. 

Μέχρι σήμερα, μάλλον πέντε φορές βρέθηκα σε αυτόν τον σύλλογο για κάποιες εκδηλώσεις αλλά δεν έτυχε να γνωρίσω με κανέναν. Μάλλον φαίνετε πώς δεν κατάφερα να τους δώσω τον αέρα του Πόντου που έφερα μαζί μου. Αν έχω γνωριστεί με κάποιον από τον σύλλογο «Αργοναύτες Κομνηνοί» που δεν τον θυμάμαι, ας με συγχωρέσει.

Το ιστορικό θα συνεχίζει...

No comments: